- μαυρότεχνος
- μαυρότεχνος, -η, -ον (Μ)1. (υβριστικά) αυτός που ασχολείται με τη μαύρη τέχνη, με τη μαγεία2. αυτός που είναι σιδεράς και λερώνεται από το κάρβουνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαῦρος + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. καλλί-τεχνος].
Dictionary of Greek. 2013.